κοίλανση

κοίλανση
η (AM κοίλανσις) [κοιλαίνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κοιλαίνω, βαθούλωμα
νεοελλ.
τεχνολ. μέθοδος κατασκευής κοίλου αντικειμένου από επίπεδο φύλλο μετάλλου ή θερμοπλαστικού υλικού με κατάλληλη κατεργασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… …   Dictionary of Greek

  • κοίλανση — η βαθούλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένθλαση — η και ένθλασμα, το (Α ἔνθλασις) [ενθλώ] η προς τα μέσα θλάση, η κοίλανση που προκαλείται από ισχυρή πίεση, το ζούλιγμα …   Dictionary of Greek

  • εκγλυφή — η (Α ἐκγλυφή) νεοελλ. 1. σκάλισμα, κοίλανση («εκγλυφὴ επίπλου») 2. κοιλότητα που γίνεται από εκγλυφίδα αρχ. εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • εκτόρευση — η επεξεργασία ή κοίλανση με εκτορέα …   Dictionary of Greek

  • εφιππιοειδής — ές 1. αυτός που έχει σχήμα εφιππίου, σχήμα σέλας 2. ανατ. φρ. «εφιππιοειδές κρανίο» κρανίο που εμφανίζει κοίλανση στο μέσον τού κρανιακού θόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφ ίππιον + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κοίλασμα — το (Α κοίλασμα) [κοιλαίνω] η κοίλανση, το κοίλωμα αρχ. 1. αύλακα 2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου …   Dictionary of Greek

  • κοίλωσις — κοίλωσις, ἡ (Α) [κοιλώ] η ενέργεια τού κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα …   Dictionary of Greek

  • λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • μονόξυλος — η, ο (ΑΜ μονόξυλος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν) τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση τού κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”